ιστολογόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστολογόσφαιρα | οι | ιστολογόσφαιρες |
| γενική | της | ιστολογόσφαιρας | των | ιστολογοσφαιρών |
| αιτιατική | την | ιστολογόσφαιρα | τις | ιστολογόσφαιρες |
| κλητική | ιστολογόσφαιρα | ιστολογόσφαιρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστολογόσφαιρα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.