ισοτονικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοτονικός η ισοτονική το ισοτονικό
      γενική του ισοτονικού της ισοτονικής του ισοτονικού
    αιτιατική τον ισοτονικό την ισοτονική το ισοτονικό
     κλητική ισοτονικέ ισοτονική ισοτονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοτονικοί οι ισοτονικές τα ισοτονικά
      γενική των ισοτονικών των ισοτονικών των ισοτονικών
    αιτιατική τους ισοτονικούς τις ισοτονικές τα ισοτονικά
     κλητική ισοτονικοί ισοτονικές ισοτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ισοτονικός < ίσος + τόνος + -ικος ή ισότονος + -ικός
  2. ισοτονικός < ισότονο, ραδιοϊσότονο + -ικός

Επίθετο

ισοτονικός, -ή, -ό

  1. (φυσιολογία), (μυϊκή δραστηριότητα) που λαμβάνει χώρα με φυσιολογική συστολή
  2. (φυσιολογία) που υποδηλώνει ή σχετίζεται με διάλυμα που έχει την ίδια ωσμωτική πίεση με κάποιο άλλο, κυρίως με κυτταρικό ή σωματικό υγρό
  3. (πυρηνική φυσική) που σχετίζεται με ισότονο/ραδιοϊσότονο
  4. (μουσική) ισότονος· που έχει την ίδια τονικότητα· που αφορά ή αποτελεί την ίδια νότα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.