ισοτονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισοτονικός | η | ισοτονική | το | ισοτονικό |
| γενική | του | ισοτονικού | της | ισοτονικής | του | ισοτονικού |
| αιτιατική | τον | ισοτονικό | την | ισοτονική | το | ισοτονικό |
| κλητική | ισοτονικέ | ισοτονική | ισοτονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισοτονικοί | οι | ισοτονικές | τα | ισοτονικά |
| γενική | των | ισοτονικών | των | ισοτονικών | των | ισοτονικών |
| αιτιατική | τους | ισοτονικούς | τις | ισοτονικές | τα | ισοτονικά |
| κλητική | ισοτονικοί | ισοτονικές | ισοτονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ισοτονικός, -ή, -ό
- (φυσιολογία), (μυϊκή δραστηριότητα) που λαμβάνει χώρα με φυσιολογική συστολή
- (φυσιολογία) που υποδηλώνει ή σχετίζεται με διάλυμα που έχει την ίδια ωσμωτική πίεση με κάποιο άλλο, κυρίως με κυτταρικό ή σωματικό υγρό
- (πυρηνική φυσική) που σχετίζεται με ισότονο/ραδιοϊσότονο
- (μουσική) ισότονος· που έχει την ίδια τονικότητα· που αφορά ή αποτελεί την ίδια νότα
- (μουσική) συγκερασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.