ιρασιοναλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιρασιοναλιστικός | η | ιρασιοναλιστική | το | ιρασιοναλιστικό |
| γενική | του | ιρασιοναλιστικού | της | ιρασιοναλιστικής | του | ιρασιοναλιστικού |
| αιτιατική | τον | ιρασιοναλιστικό | την | ιρασιοναλιστική | το | ιρασιοναλιστικό |
| κλητική | ιρασιοναλιστικέ | ιρασιοναλιστική | ιρασιοναλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιρασιοναλιστικοί | οι | ιρασιοναλιστικές | τα | ιρασιοναλιστικά |
| γενική | των | ιρασιοναλιστικών | των | ιρασιοναλιστικών | των | ιρασιοναλιστικών |
| αιτιατική | τους | ιρασιοναλιστικούς | τις | ιρασιοναλιστικές | τα | ιρασιοναλιστικά |
| κλητική | ιρασιοναλιστικοί | ιρασιοναλιστικές | ιρασιοναλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιρασιοναλιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ιρασιοναλιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.