ιρασιοναλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιρασιοναλισμός οι ιρασιοναλισμοί
      γενική του ιρασιοναλισμού των ιρασιοναλισμών
    αιτιατική τον ιρασιοναλισμό τους ιρασιοναλισμούς
     κλητική ιρασιοναλισμέ ιρασιοναλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιρασιοναλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική irrationalisme[1] [2] [3] < ir- + rationalisme < γαλλική rationalis < ratio < ratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος reor < πρωτοϊταλική *rēōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂reh₁- (σκέφτομαι) < *h₂er- (ἀραρίσκω)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ɾa.si̯o.na.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιρασιοναλισμός

Ουσιαστικό

ιρασιοναλισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ιρασιοναλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ιρασιοναλισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.