ιρασιοναλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιρασιοναλίστρια | οι | ιρασιοναλίστριες |
| γενική | της | ιρασιοναλίστριας | των | ιρασιοναλιστριών |
| αιτιατική | την | ιρασιοναλίστρια | τις | ιρασιοναλίστριες |
| κλητική | ιρασιοναλίστρια | ιρασιοναλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιρασιοναλίστρια < ιρασιοναλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
ιρασιοναλίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.