ιπποτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιπποτισμός | οι | ιπποτισμοί |
| γενική | του | ιπποτισμού | των | ιπποτισμών |
| αιτιατική | τον | ιπποτισμό | τους | ιπποτισμούς |
| κλητική | ιπποτισμέ | ιπποτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιπποτισμός < ιππότης + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chevalerie)
Μεταφράσεις
ιπποτισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.