ιοστεφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιοστεφής η ιοστεφής το ιοστεφές
      γενική του ιοστεφούς* της ιοστεφούς του ιοστεφούς
    αιτιατική τον ιοστεφή την ιοστεφή το ιοστεφές
     κλητική ιοστεφή(ς) ιοστεφής ιοστεφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιοστεφείς οι ιοστεφείς τα ιοστεφή
      γενική των ιοστεφών των ιοστεφών των ιοστεφών
    αιτιατική τους ιοστεφείς τις ιοστεφείς τα ιοστεφή
     κλητική ιοστεφείς ιοστεφείς ιοστεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιοστεφής < ίον + στέφω

Επίθετο

ιοστεφής, -ής, -ές

  1. στεφανωμένος με ία, με μενεξέδες
  2. κυκλωμένος από το βαθυκόκκινο χρώμα της αυγής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.