ιοστεφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιοστεφής | η | ιοστεφής | το | ιοστεφές |
| γενική | του | ιοστεφούς* | της | ιοστεφούς | του | ιοστεφούς |
| αιτιατική | τον | ιοστεφή | την | ιοστεφή | το | ιοστεφές |
| κλητική | ιοστεφή(ς) | ιοστεφής | ιοστεφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιοστεφείς | οι | ιοστεφείς | τα | ιοστεφή |
| γενική | των | ιοστεφών | των | ιοστεφών | των | ιοστεφών |
| αιτιατική | τους | ιοστεφείς | τις | ιοστεφείς | τα | ιοστεφή |
| κλητική | ιοστεφείς | ιοστεφείς | ιοστεφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιοστεφής, -ής, -ές
- στεφανωμένος με ία, με μενεξέδες
- κυκλωμένος από το βαθυκόκκινο χρώμα της αυγής
Μεταφράσεις
ιοστεφής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.