ινδοκάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ινδοκάλαμος | οι | ινδοκάλαμοι |
| γενική | του | ινδοκάλαμου & ινδοκαλάμου |
των | ινδοκάλαμων & ινδοκαλάμων |
| αιτιατική | τον | ινδοκάλαμο | τους | ινδοκάλαμους & ινδοκαλάμους |
| κλητική | ινδοκάλαμε | ινδοκάλαμοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ινδοκάλαμος < ινδο- + κάλαμος
Μεταφράσεις
ινδοκάλαμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.