ιδρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδρωτικός | η | ιδρωτική | το | ιδρωτικό |
| γενική | του | ιδρωτικού | της | ιδρωτικής | του | ιδρωτικού |
| αιτιατική | τον | ιδρωτικό | την | ιδρωτική | το | ιδρωτικό |
| κλητική | ιδρωτικέ | ιδρωτική | ιδρωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδρωτικοί | οι | ιδρωτικές | τα | ιδρωτικά |
| γενική | των | ιδρωτικών | των | ιδρωτικών | των | ιδρωτικών |
| αιτιατική | τους | ιδρωτικούς | τις | ιδρωτικές | τα | ιδρωτικά |
| κλητική | ιδρωτικοί | ιδρωτικές | ιδρωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδρωτικός < ελληνιστική κοινή ἱδρωτικός
Μεταφράσεις
ιδρωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.