ιδιόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιόγραφος | η | ιδιόγραφη | το | ιδιόγραφο |
| γενική | του | ιδιόγραφου | της | ιδιόγραφης | του | ιδιόγραφου |
| αιτιατική | τον | ιδιόγραφο | την | ιδιόγραφη | το | ιδιόγραφο |
| κλητική | ιδιόγραφε | ιδιόγραφη | ιδιόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιόγραφοι | οι | ιδιόγραφες | τα | ιδιόγραφα |
| γενική | των | ιδιόγραφων | των | ιδιόγραφων | των | ιδιόγραφων |
| αιτιατική | τους | ιδιόγραφους | τις | ιδιόγραφες | τα | ιδιόγραφα |
| κλητική | ιδιόγραφοι | ιδιόγραφες | ιδιόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδιόγραφος < (ελληνιστική κοινή) ἰδιόγραφος
Συγγενικά
- ιδιογράφως
- → δείτε τις λέξεις ίδιος και γράφω
Μεταφράσεις
ιδιόγραφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.