ιδιοτιμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιοτιμή | οι | ιδιοτιμές |
| γενική | της | ιδιοτιμής | των | ιδιοτιμών |
| αιτιατική | την | ιδιοτιμή | τις | ιδιοτιμές |
| κλητική | ιδιοτιμή | ιδιοτιμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδιοτιμή < ιδιο- + τιμή
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ði.o.tiˈmi/
Ουσιαστικό
ιδιοτιμή θηλυκό
- (μαθηματικά) ιδιοτιμή ενός γραμμικού μετασχηματισμού Α είναι η μεταβολή στο μέτρο (πιθανώς και στη φορά) ενός διανύσματος που μένει αναλλοίωτο ως προς τη διεύθυνση, κάτω από τον μετασχηματισμό Α.
- Ιδιοτιμή ενός τετραγωνικού πίνακα είναι εκείνος ο αριθμός µε τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένα συγκεκριμένο µη-μηδενικό διάνυσμα (που αντιστοιχεί στην ιδιοτιμή ), αν εφαρμόσουµε πάνω του τον γραμμικό µετασχηματισμό που εκφράζει ο πίνακας
- Το διάνυσμα λέγεται ιδιοδιάνυσμα του πίνακα και, κάτω από τον μετασχηματισμό,
- δεν περιστρέφεται, δηλαδή η διεύθυνσή του παραμένει αναλλοίωτη.
- η φορά του παραμένει η ίδια (αν ) ή αντιστρέφεται (αν ).
- το μέτρο του μεταβάλλεται κατά φορές.
- Πιο συγκεκριμένα, αυξάνεται όταν ή , ενώ μειώνεται όταν .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.