ιδιοδιάνυσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδιοδιάνυσμα τα ιδιοδιανύσματα
      γενική του ιδιοδιανύσματος των ιδιοδιανυσμάτων
    αιτιατική το ιδιοδιάνυσμα τα ιδιοδιανύσματα
     κλητική ιδιοδιάνυσμα ιδιοδιανύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιοδιάνυσμα < ίδιος + -ο- + διάνυσμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική eigenvector)

Ουσιαστικό

ιδιοδιάνυσμα ουδέτερο

  • (μαθηματικά) μη μηδενικό διάνυσμα ενός τετραγωνικού πίνακα που, όταν πολλαπλασιαστεί με τον ισούται με το αρχικό διάνυσμα, πολλαπλασιασμένο με έναν αριθμό , έτσι ώστε:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.