ιδιογράφως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδιογράφως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἰδιογράφως < (ελληνιστική κοινή) ἰδιόγραφος. Συγχρονικά αναλύεται σε ιδιόγραφ(ος) + -ως.

Επίρρημα

ιδιογράφως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.