ιακωβινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιακωβινισμός οι ιακωβινισμοί
      γενική του ιακωβινισμού των ιακωβινισμών
    αιτιατική τον ιακωβινισμό τους ιακωβινισμούς
     κλητική ιακωβινισμέ ιακωβινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιακωβινισμός < γαλλική jacobinisme

Ουσιαστικό

ιακωβινισμός αρσενικό

  1. η πολιτική θεωρία των Ιακωβίνων
  2. (κατ’ επέκταση) το πνεύμα, η σκέψη που χαρακτηρίζει τους Ιακωβίνους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.