θλίψει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θλίψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θλίβω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θλίβω
  3. θα θλίψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θλίβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.