θησαύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θησαύρισμα τα θησαυρίσματα
      γενική του θησαυρίσματος των θησαυρισμάτων
    αιτιατική το θησαύρισμα τα θησαυρίσματα
     κλητική θησαύρισμα θησαυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θησαύρισμα < αρχαία ελληνική θησαύρισμα < θησαυρίζω < θησαυρός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-

Προφορά

ΔΦΑ : /θiˈsa.vɾi.zma/

Ουσιαστικό

θησαύρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.