θησαύριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θησαύριση οι θησαυρίσεις
      γενική της θησαύρισης* των θησαυρίσεων
    αιτιατική τη θησαύριση τις θησαυρίσεις
     κλητική θησαύριση θησαυρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θησαυρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θησαύριση < θησαυρίζω + -ση

Ουσιαστικό

θησαύριση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.