θησαυρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θησαυρισμός οι θησαυρισμοί
      γενική του θησαυρισμού των θησαυρισμών
    αιτιατική τον θησαυρισμό τους θησαυρισμούς
     κλητική θησαυρισμέ θησαυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θησαυρισμός < αρχαία ελληνική θησαυρισμός < θησαυρίζω < θησαυρός < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-

Ουσιαστικό

θησαυρισμός αρσενικό

  1. η συγκέντρωση αγαθών, πλούτου
  2. η συγκέντρωση ομοειδών στοιχείων με σκοπό την ταξινόμηση και προβολή τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.