θησαυρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θησαυρισμένος η θησαυρισμένη το θησαυρισμένο
      γενική του θησαυρισμένου της θησαυρισμένης του θησαυρισμένου
    αιτιατική τον θησαυρισμένο τη θησαυρισμένη το θησαυρισμένο
     κλητική θησαυρισμένε θησαυρισμένη θησαυρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θησαυρισμένοι οι θησαυρισμένες τα θησαυρισμένα
      γενική των θησαυρισμένων των θησαυρισμένων των θησαυρισμένων
    αιτιατική τους θησαυρισμένους τις θησαυρισμένες τα θησαυρισμένα
     κλητική θησαυρισμένοι θησαυρισμένες θησαυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θησαυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θησαυρίζω

Μετοχή

θησαυρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.