θερμοφοβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοφοβικός η θερμοφοβική το θερμοφοβικό
      γενική του θερμοφοβικού της θερμοφοβικής του θερμοφοβικού
    αιτιατική τον θερμοφοβικό τη θερμοφοβική το θερμοφοβικό
     κλητική θερμοφοβικέ θερμοφοβική θερμοφοβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοφοβικοί οι θερμοφοβικές τα θερμοφοβικά
      γενική των θερμοφοβικών των θερμοφοβικών των θερμοφοβικών
    αιτιατική τους θερμοφοβικούς τις θερμοφοβικές τα θερμοφοβικά
     κλητική θερμοφοβικοί θερμοφοβικές θερμοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμοφοβικός < θερμός + -ο- + -φοβικός

Επίθετο

θερμοφοβικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.