θεραπαινίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεραπαινίς αἱ θεραπαινίδες
      γενική τῆς θεραπαινίδος τῶν θεραπαινίδων
      δοτική τῇ θεραπαινίδ ταῖς θεραπαινίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θεραπαινίδ τὰς θεραπαινίδᾰς
     κλητική ! θεραπαινίς* θεραπαινίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεραπαινίδε
γεν-δοτ τοῖν  θεραπαινίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεραπαινίς < θεράπαιν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίς, θηλυκό του θεράπων
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: θεραπαινίδα

Ουσιαστικό

θεραπαινίς θηλυκό

Παράγωγα

  • θεραπαινίδιον (υποκοριστικό)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.