θεοστεφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεοστεφής | η | θεοστεφής | το | θεοστεφές |
| γενική | του | θεοστεφούς* | της | θεοστεφούς | του | θεοστεφούς |
| αιτιατική | τον | θεοστεφή | τη | θεοστεφή | το | θεοστεφές |
| κλητική | θεοστεφή(ς) | θεοστεφής | θεοστεφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεοστεφείς | οι | θεοστεφείς | τα | θεοστεφή |
| γενική | των | θεοστεφών | των | θεοστεφών | των | θεοστεφών |
| αιτιατική | τους | θεοστεφείς | τις | θεοστεφείς | τα | θεοστεφή |
| κλητική | θεοστεφείς | θεοστεφείς | θεοστεφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
θεοστεφής
- που τον φωτίζει ο θεός, που τον έχει στέψει βασιλιά ο θεός
- Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, τον θεοστεφή και πορφυρογέννητον βασιλέα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θεοστεφής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.