θεομητορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεομητορικός η θεομητορική το θεομητορικό
      γενική του θεομητορικού της θεομητορικής του θεομητορικού
    αιτιατική τον θεομητορικό τη θεομητορική το θεομητορικό
     κλητική θεομητορικέ θεομητορική θεομητορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεομητορικοί οι θεομητορικές τα θεομητορικά
      γενική των θεομητορικών των θεομητορικών των θεομητορικών
    αιτιατική τους θεομητορικούς τις θεομητορικές τα θεομητορικά
     κλητική θεομητορικοί θεομητορικές θεομητορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεομητορικός < Θεομήτωρ

Επίθετο

θεομητορικός. -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.