θεογέννητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεογέννητος | η | θεογέννητη | το | θεογέννητο |
| γενική | του | θεογέννητου | της | θεογέννητης | του | θεογέννητου |
| αιτιατική | τον | θεογέννητο | τη | θεογέννητη | το | θεογέννητο |
| κλητική | θεογέννητε | θεογέννητη | θεογέννητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεογέννητοι | οι | θεογέννητες | τα | θεογέννητα |
| γενική | των | θεογέννητων | των | θεογέννητων | των | θεογέννητων |
| αιτιατική | τους | θεογέννητους | τις | θεογέννητες | τα | θεογέννητα |
| κλητική | θεογέννητοι | θεογέννητες | θεογέννητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεογέννητος < μεσαιωνική ελληνική θεογέννητος < θεός + γεννώ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις θεογεννήτορας, θεός και γεννώ
Μεταφράσεις
θεογέννητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.