θαλλόφυτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θαλλόφυτο | τα | θαλλόφυτα |
| γενική | του | θαλλόφυτου | των | θαλλόφυτων |
| αιτιατική | το | θαλλόφυτο | τα | θαλλόφυτα |
| κλητική | θαλλόφυτο | θαλλόφυτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θαλλόφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) (παρωχημένο) υποδιαίρεση των φυτών στην οποία περιλαμβάνονται σχετικά απλά ή ατελή φυτά (χωρίς βλαστούς, ρίζες, άνθη κ.λπ.): φύκια κ.ά.
Μεταφράσεις
θαλλόφυτο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.