θαλασσόπλαγκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
θαλασσόπλαγκτος, -ος, -ον
- το έρμαιο των κυμάτων, που τον πηγαίνει η θάλασσα όπου αυτη θέλει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.