θαλασσουργός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θαλασσουργός < θάλασσα και ἔργω

Επίθετο

θαλασσουργός, -ός, -όν

  • ο αλιεάς, ο ψαράς, ο ναυτικός, ο άνθρωπος της θάλασσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.