θαλασσοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλασσοποίηση | οι | θαλασσοποιήσεις |
| γενική | της | θαλασσοποίησης* | των | θαλασσοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | θαλασσοποίηση | τις | θαλασσοποιήσεις |
| κλητική | θαλασσοποίηση | θαλασσοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θαλασσοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλασσοποίηση < (θαλασσοποιώ) θαλασσο- + ποιη- + -ση (-ποίηση)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θαλασσοποίηση
|
|
Αναφορές
- θαλασσοποίηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.