ηχοβολιστικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ηχοβολιστικό | τα | ηχοβολιστικά |
| γενική | του | ηχοβολιστικού | των | ηχοβολιστικών |
| αιτιατική | το | ηχοβολιστικό | τα | ηχοβολιστικά |
| κλητική | ηχοβολιστικό | ηχοβολιστικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηχοβολιστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηχοβολιστικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sonar[1])
Ουσιαστικό
ηχοβολιστικό ουδέτερο
- (τεχνολογία) συσκευή (καθώς και η σχετική τεχνική) για την ανίχνευση και εντοπισμό αντικειμένων κάτω από το νερό, με την εκπομπή ηχητικών κυμάτων και ανίχνευσης των αντανακλάσεων
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ηχοβολιστικό
- αιτιατική ενικού του ηχοβολιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ηχοβολιστικός
- ηχοβολιστικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.