ηχοβολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ηχοβολιστής | οι | ηχοβολιστές |
| γενική | του | ηχοβολιστή | των | ηχοβολιστών |
| αιτιατική | τον | ηχοβολιστή | τους | ηχοβολιστές |
| κλητική | ηχοβολιστή | ηχοβολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ηχοβολιστής αρσενικό
- (ωκεανογραφία) (υδρογραφία) συσκευή που χρησιμοποιείται στον ηχοβολισμό
Μεταφράσεις
ηχοβολιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.