ηχοβολίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηχοβολίδα | οι | ηχοβολίδες |
| γενική | της | ηχοβολίδας | των | ηχοβολίδων |
| αιτιατική | την | ηχοβολίδα | τις | ηχοβολίδες |
| κλητική | ηχοβολίδα | ηχοβολίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.