ημερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημερωμένος | η | ημερωμένη | το | ημερωμένο |
| γενική | του | ημερωμένου | της | ημερωμένης | του | ημερωμένου |
| αιτιατική | τον | ημερωμένο | την | ημερωμένη | το | ημερωμένο |
| κλητική | ημερωμένε | ημερωμένη | ημερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημερωμένοι | οι | ημερωμένες | τα | ημερωμένα |
| γενική | των | ημερωμένων | των | ημερωμένων | των | ημερωμένων |
| αιτιατική | τους | ημερωμένους | τις | ημερωμένες | τα | ημερωμένα |
| κλητική | ημερωμένοι | ημερωμένες | ημερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ημερώνω
Μεταφράσεις
ημερωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.