ηλιακό ρολόι

Νέα ελληνικά (el)

ηλιακό ρολόι στο Ντέρμπισιρ της Αγγλίας

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις ηλιακός και ρολόι

Πολυλεκτικός όρος

ηλιακό ρολόι ουδέτερο

  • όργανο που προσδιορίζει την ώρα της μέρας σύμφωνα με τη μετατόπιση της σκιάς ενός γνώμονα σε μια ειδικά διαβαθμισμένη επιφάνεια, πάνω στην οποία είναι στερεωμένος, κατά τη μετακίνηση του ήλιου από την Ανατολή προς τη Δύση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.