ηλεκτροδυναμόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλεκτροδυναμόμετρο τα ηλεκτροδυναμόμετρα
      γενική του ηλεκτροδυναμόμετρου των ηλεκτροδυναμόμετρων
    αιτιατική το ηλεκτροδυναμόμετρο τα ηλεκτροδυναμόμετρα
     κλητική ηλεκτροδυναμόμετρο ηλεκτροδυναμόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτροδυναμόμετρο < ηλεκτρο- + δυναμόμετρο

Ουσιαστικό

ηλεκτροδυναμόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.