ηθικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηθικοποιώ < ηθικός + -ο- + -ποιώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική moraliser
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.θi.ko.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐θι‐κο‐ποι‐ώ
Συγγενικά
- ηθικοποίηση
- ηθικοποιητικός
- → δείτε τις λέξεις ήθος και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ηθικοποιώ | ηθικοποιούσα | θα ηθικοποιώ | να ηθικοποιώ | ηθικοποιώντας | |
| β' ενικ. | ηθικοποιείς | ηθικοποιούσες | θα ηθικοποιείς | να ηθικοποιείς | (ηθικοποίει) | |
| γ' ενικ. | ηθικοποιεί | ηθικοποιούσε | θα ηθικοποιεί | να ηθικοποιεί | ||
| α' πληθ. | ηθικοποιούμε | ηθικοποιούσαμε | θα ηθικοποιούμε | να ηθικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | ηθικοποιείτε | ηθικοποιούσατε | θα ηθικοποιείτε | να ηθικοποιείτε | ηθικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | ηθικοποιούν(ε) | ηθικοποιούσαν(ε) | θα ηθικοποιούν(ε) | να ηθικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ηθικοποίησα | θα ηθικοποιήσω | να ηθικοποιήσω | ηθικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | ηθικοποίησες | θα ηθικοποιήσεις | να ηθικοποιήσεις | ηθικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | ηθικοποίησε | θα ηθικοποιήσει | να ηθικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | ηθικοποιήσαμε | θα ηθικοποιήσουμε | να ηθικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ηθικοποιήσατε | θα ηθικοποιήσετε | να ηθικοποιήσετε | ηθικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ηθικοποίησαν ηθικοποιήσαν(ε) |
θα ηθικοποιήσουν(ε) | να ηθικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ηθικοποιήσει | είχα ηθικοποιήσει | θα έχω ηθικοποιήσει | να έχω ηθικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ηθικοποιήσει | είχες ηθικοποιήσει | θα έχεις ηθικοποιήσει | να έχεις ηθικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ηθικοποιήσει | είχε ηθικοποιήσει | θα έχει ηθικοποιήσει | να έχει ηθικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ηθικοποιήσει | είχαμε ηθικοποιήσει | θα έχουμε ηθικοποιήσει | να έχουμε ηθικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ηθικοποιήσει | είχατε ηθικοποιήσει | θα έχετε ηθικοποιήσει | να έχετε ηθικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ηθικοποιήσει | είχαν ηθικοποιήσει | θα έχουν ηθικοποιήσει | να έχουν ηθικοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.