ηδονόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηδονόπληκτος | η | ηδονόπληκτη | το | ηδονόπληκτο |
| γενική | του | ηδονόπληκτου | της | ηδονόπληκτης | του | ηδονόπληκτου |
| αιτιατική | τον | ηδονόπληκτο | την | ηδονόπληκτη | το | ηδονόπληκτο |
| κλητική | ηδονόπληκτε | ηδονόπληκτη | ηδονόπληκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηδονόπληκτοι | οι | ηδονόπληκτες | τα | ηδονόπληκτα |
| γενική | των | ηδονόπληκτων | των | ηδονόπληκτων | των | ηδονόπληκτων |
| αιτιατική | τους | ηδονόπληκτους | τις | ηδονόπληκτες | τα | ηδονόπληκτα |
| κλητική | ηδονόπληκτοι | ηδονόπληκτες | ηδονόπληκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηδονόπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡδονόπληκτος. Μορφολογικά αναλύεται σε ηδον(ή) + -ό- + -πληκτος
Επίθετο
ηδονόπληκτος, -η, -ο
Μεταφράσεις
ηδονόπληκτος
|
|
Πηγές
- ηδονόπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.