ζῳοθηρικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ζῳοθηρικός < ζῳοθηρία
Επίθετο
ζῳοθηρικός, ή, όν
- ο σχετικός με το κυνήγι ζώων που συλαμβάνονταν ζωντανά
- η ζωοθηρική ουσιαστικό : η τέχνη του να πιάνεις τα ζώα ζωντανά στο κυνήγι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.