ζυμοδκιαρτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Πηγές
- Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός της κυπριακής διαλέκτου (από το δέκατο τρίτο αιώνα μέχρι σήμερα) (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών [αρ. 58], 1997, ISBN 9789963555390), σ.104.
- π. Κυπριακαί Σπουδαί [επιστημονική επετηρίδα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών] 12 (1948), σ. 50.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.