ζούδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζούδι | τα | ζούδια |
| γενική | του | ζουδιού | των | ζουδιών |
| αιτιατική | το | ζούδι | τα | ζούδια |
| κλητική | ζούδι | ζούδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζούδι < μεσαιωνική ελληνική ζούδιον < (ελληνιστική κοινή) ζῴδιον
Ουσιαστικό
ζούδι ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ζούδι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.