ζιμπούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζιμπούλι | τα | ζιμπούλια |
| γενική | του | ζιμπουλιού | των | ζιμπουλιών |
| αιτιατική | το | ζιμπούλι | τα | ζιμπούλια |
| κλητική | ζιμπούλι | ζιμπούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /zimˈbu.li/
Μεταφράσεις
ζιμπούλι
|
→ δείτε τη λέξη υάκινθος |
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.