ζαχαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζαχαριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζαχαριάζω | ζαχάριαζα | θα ζαχαριάζω | να ζαχαριάζω | ζαχαριάζοντας | |
| β' ενικ. | ζαχαριάζεις | ζαχάριαζες | θα ζαχαριάζεις | να ζαχαριάζεις | ζαχάριαζε | |
| γ' ενικ. | ζαχαριάζει | ζαχάριαζε | θα ζαχαριάζει | να ζαχαριάζει | ||
| α' πληθ. | ζαχαριάζουμε | ζαχαριάζαμε | θα ζαχαριάζουμε | να ζαχαριάζουμε | ||
| β' πληθ. | ζαχαριάζετε | ζαχαριάζατε | θα ζαχαριάζετε | να ζαχαριάζετε | ζαχαριάζετε | |
| γ' πληθ. | ζαχαριάζουν(ε) | ζαχάριαζαν ζαχαριάζαν(ε) |
θα ζαχαριάζουν(ε) | να ζαχαριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζαχάριασα | θα ζαχαριάσω | να ζαχαριάσω | ζαχαριάσει | ||
| β' ενικ. | ζαχάριασες | θα ζαχαριάσεις | να ζαχαριάσεις | ζαχάριασε | ||
| γ' ενικ. | ζαχάριασε | θα ζαχαριάσει | να ζαχαριάσει | |||
| α' πληθ. | ζαχαριάσαμε | θα ζαχαριάσουμε | να ζαχαριάσουμε | |||
| β' πληθ. | ζαχαριάσατε | θα ζαχαριάσετε | να ζαχαριάσετε | ζαχαριάστε | ||
| γ' πληθ. | ζαχάριασαν ζαχαριάσαν(ε) |
θα ζαχαριάσουν(ε) | να ζαχαριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζαχαριάσει | είχα ζαχαριάσει | θα έχω ζαχαριάσει | να έχω ζαχαριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζαχαριάσει | είχες ζαχαριάσει | θα έχεις ζαχαριάσει | να έχεις ζαχαριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ζαχαριάσει | είχε ζαχαριάσει | θα έχει ζαχαριάσει | να έχει ζαχαριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζαχαριάσει | είχαμε ζαχαριάσει | θα έχουμε ζαχαριάσει | να έχουμε ζαχαριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζαχαριάσει | είχατε ζαχαριάσει | θα έχετε ζαχαριάσει | να έχετε ζαχαριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζαχαριάσει | είχαν ζαχαριάσει | θα έχουν ζαχαριάσει | να έχουν ζαχαριάσει |
| |
Μεταφράσεις
ζαχαριάζω
|
→ δείτε τη λέξη ζαχαρώνω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.