ζαρτιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζαρτιέρα | οι | ζαρτιέρες |
| γενική | της | ζαρτιέρας | — | |
| αιτιατική | τη | ζαρτιέρα | τις | ζαρτιέρες |
| κλητική | ζαρτιέρα | ζαρτιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ζαρτιέρες.
Ετυμολογία
- ζαρτιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jarretière + κατάληξη θηλυκού -α < jarret + -ιέρα
Ουσιαστικό
ζαρτιέρα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.