ζαρζαβατικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζαρζαβατικό | τα | ζαρζαβατικά |
| γενική | του | ζαρζαβατικού | των | ζαρζαβατικών |
| αιτιατική | το | ζαρζαβατικό | τα | ζαρζαβατικά |
| κλητική | ζαρζαβατικό | ζαρζαβατικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.