ζαρζαβάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαρζαβάτι τα ζαρζαβάτια
      γενική του ζαρζαβατιού των ζαρζαβατιών
    αιτιατική το ζαρζαβάτι τα ζαρζαβάτια
     κλητική ζαρζαβάτι ζαρζαβάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαρζαβάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική zerzavat + < περσική سبزه (sabza, πρασινάδα, πράσινος)

Ουσιαστικό

ζαρζαβάτι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.