εὐωχέομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εὐωχέομαι < εὐωχέω + -ομαι

Ρήμα

εὐωχέομαι

  1. με καλομεταχειρίζονται
  2. φιλοξενούμαι
  3. μου κάνουν το τραπέζι
  4. κάνω δαπανηρή ζωή
  5. απολαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.