εὐωχέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- εὐωχέομαι < εὐωχέω + -ομαι
Ρήμα
εὐωχέομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εὐωχέω
- με καλομεταχειρίζονται
- φιλοξενούμαι
- μου κάνουν το τραπέζι
- κάνω δαπανηρή ζωή
- απολαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.