εὐπρόσιτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐπρόσιτος τὸ εὐπρόσιτον οἱ, αἱ εὐπρόσιτοι τὰ εὐπρόσιτα
Γενική τοῦ, τῆς εὐπροσίτου τοῦ εὐπροσίτου τῶν εὐπροσίτων τῶν εὐπροσίτων
Δοτική τῷ, τῇ εὐπροσίτῳ τῷ εὐπροσίτῳ τοῖς, ταῖς εὐπροσίτοις τοῖς εὐπροσίτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐπρόσιτον τὸ εὐπρόσιτον τοὺς, τὰς εὐπροσίτους τὰ εὐπρόσιτα
Κλητική εὐπρόσιτε εὐπρόσιτον εὐπρόσιτοι εὐπρόσιτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐπροσίτω
Γενική-Δοτική εὐπροσίτοιν

Ετυμολογία

εὐπρόσιτος < εὖ + προσιτός < πρόσειμι < εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-

Επίθετο

εὐπρόσιτος, -ος, -ον

  1. ευπρόσιτος
  2. ευπροσήγορος
  3. ευχάριστος
  4. ευπρόσδεκτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.