εὐοδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
εὐοδία θηλυκό
- Πρῶτα μὲν εὐοδίαν ἀγαθὴν ἀπιόντι ποητῇ εἰς φάος ὀρνυμένῳ δότε, δαίμονες οἱ κατὰ γαίας, (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1528-9)
- εὐωδία, ευωδία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.