εὐδαιμονικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εὐδαιμονικός εὐδαιμονική τὸ εὐδαιμονικόν
      γενική τοῦ εὐδαιμονικοῦ τῆς εὐδαιμονικῆς τοῦ εὐδαιμονικοῦ
      δοτική τῷ εὐδαιμονικ τῇ εὐδαιμονικ τῷ εὐδαιμονικ
    αιτιατική τὸν εὐδαιμονικόν τὴν εὐδαιμονικήν τὸ εὐδαιμονικόν
     κλητική ! εὐδαιμονικέ εὐδαιμονική εὐδαιμονικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ εὐδαιμονικοί αἱ εὐδαιμονικαί τὰ εὐδαιμονικᾰ́
      γενική τῶν εὐδαιμονικῶν τῶν εὐδαιμονικῶν τῶν εὐδαιμονικῶν
      δοτική τοῖς εὐδαιμονικοῖς ταῖς εὐδαιμονικαῖς τοῖς εὐδαιμονικοῖς
    αιτιατική τοὺς εὐδαιμονικούς τὰς εὐδαιμονικᾱ́ς τὰ εὐδαιμονικᾰ́
     κλητική ! εὐδαιμονικοί εὐδαιμονικαί εὐδαιμονικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐδαιμονικώ τὼ εὐδαιμονικᾱ́ τὼ εὐδαιμονικώ
      γεν-δοτ τοῖν εὐδαιμονικοῖν τοῖν εὐδαιμονικαῖν τοῖν εὐδαιμονικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εὐδαιμονικός < εὐδαίμων < εὖ + δαίμων

Επίθετο

εὐδαιμονικός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.