εχέγγυο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εχέγγυο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου ἐχέγγυος

Ουσιαστικό

εχέγγυο ουδέτερο

  • αυτό που αποτελεί ή δίνεται ως εγγύηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.