ευχέτις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευχέτις | οι | ευχέτιδες |
| γενική | της | ευχέτιδος (ευχέτιδας) |
των | ευχετίδων (ευχέτιδων) |
| αιτιατική | την | ευχέτιδα | τις | ευχέτιδες |
| κλητική | ευχέτι (ευχέτις) | ευχέτιδες | ||
| Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
| Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευχέτις < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα εὐχέτις < αρσενικό ελληνιστικό εὐχέτ(ης) (ευχέτης) + αρχαία κατάληξη θηλυκού -ις [1]
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ευχέτης
ευχέτις
|
|
Αναφορές
- s.v. «εὐχέτης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.